- πίρωμις
- -ώμιος, ὁ, Αο ωραίος στο σώμα και στην ψυχή.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μάλλον αιγυπτιακής προελεύσεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίρωμις — pi romi nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιρώμιος — πίρωμις pi romi gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίρωμιν — πίρωμις pi romi acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)